- ὀλιγάκις
- ὀλιγάκιςbut few timesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγάκις — (Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι) επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις, συχν άκις)] … Dictionary of Greek
вмале — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. 1) (греч. μικρόν), вскоре; 2) (ὀλίγον), на короткое время,… … Словарь церковнославянского языка
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
μανάκις — (Α) επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις] … Dictionary of Greek
παυράκις — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως». [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] … Dictionary of Greek